- ψιλοταπις
- ψιλόταπιςψῑλό-τᾰπις-ῐδος ἥ ковер с односторонним ворсом Diog.L.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ψιλόταπις — και ψιλοδάπις, άπιδος, ἡ, Α κουρεμένος τάπητας, χαλί με κομμένο πέλος, χωρίς χνούδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλός + τάπις / δάπις] … Dictionary of Greek
ψιλοταπίδων — ψιλόταπις a smooth carpet fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιλοτάπιδα — ψιλόταπις a smooth carpet fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιλοτάπιδας — ψιλόταπις a smooth carpet fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιλοτάπιδες — ψιλόταπις a smooth carpet fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιλοτάπιδι — ψιλόταπις a smooth carpet fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιλοτάπισιν — ψιλόταπις a smooth carpet fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφιτάπης — ἀμφιτάπης ( ητος), ο και ἀμφίταπις ( ιδος), η και ἀμφίταπος ( ου), ο (Α) κουβέρτα ή χαλί με πέλος και στις δύο πλευρές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + τάπης. Ως β συνθετικό η λ. τάπης εμφανίζεται και ως ταπις, ιδος (πρβλ. και ψιλόταπις) και ως ταπος, ου] … Dictionary of Greek
ψιλόδαπις — άπιδος, ἡ, Α βλ. ψιλόταπις … Dictionary of Greek
ψιλός — ή, ό / ψιλός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αποψιλωμένος, απογυμνωμένος, ακάλυπτος 2. (ειδικά) φαλακρός 3. (για έδαφος) άδενδρος 4. φρ. «ψιλά σύμφωνα» γραμμ. τα άηχα κλειστά σύμφωνα κ, π, τ, κατά την εκφώνηση τών οποίων η γλωττίδα παραμένει κλειστή και δεν… … Dictionary of Greek